- κοινοκτήμων
- ο, η αρσ. και κοινοκτήμοναςαυτός που δεν έχει ατομική ιδιοκτησία, αυτός που μετέχει στο σύστημα κοινοκτημοσύνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ-κτήμων, φιλο-κτήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.